Όταν ξεκίνησα να μαθαίνω την Τέχνη του Βελονισμού από τους δασκάλους μου Αλέξανδρο Τηλικίδη και Εύα Σιακφά, φέρνοντας μεταξύ άλλων τα πρωτόκολλα των πρακτικών στις συνεδρίες μου, κάτι πρωτόγνωρο άρχισε να συμβαίνει. Με το που έμπαιναν οι βελόνες στο ανθρώπινο σώμα απλωνόταν στο χώρο μια ιερή ησυχία, άνοιγε μια άλλη διάσταση ύπαρξης, ένας χώρος όπου μπορούσες να υπάρχεις με διαύγεια, καθαρότητα και ευλάβεια. Άνοιγαν μονομιάς τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων, λες και άφηναν πίσω τη ζώνη της ανασφάλειας και της αγωνίας.

Σαν να μπορούσαν να αφεθούν ξανά με γαλήνια εμπιστοσύνη στο τρυφερό χέρι μιας μάνας.
Ένα βίωμα που έχω συναντήσει μόνο όταν ο άνθρωπος σμίγει μέσα από τη φύση με το νερό της θάλασσας, μέσα απ’ τη μονή με τον Θεό, καθώς και μέσα από τo μελωδικό στίχο και τη φωνή με την Τέχνη.

Μου ήταν αδύνατον να αφήσω το χώρο της θεραπείας. Στις πρώτες μου συνεδρίες, εκεί στην εξωτερική αίθουσα του κήπου της Ακαδημίας, θυμάμαι να παίρνω μια ξύλινη καρέκλα και να κάθομαι διακριτικά δίπλα στον άνθρωπο που εκείνη τη στιγμή θεραπευόταν.
Ξεκινούσε η Ψυχή ένα αφήγημα δικό της και εγώ το μόνο που έκανα είναι να είμαι παρούσα, να νιώθω και να παρατηρώ συνειδητά στο σώμα μου τι νιώθει ο άνθρωπος δίπλα μου, στο θεραπευτικό κρεβάτι. Που κινείται η ζωτικότητα, ποιες περιοχές του σώματος φωτίζονται, τι ψιθυρίζουν οι μεσημβρινοι και τα κέντρα, πως κυλά το αίμα.

Όλα απλά συνέβαιναν χωρίς να παρεμβαίνω, χωρίς να προσπαθώ να φτιάξω ή να αλλάξω κάτι.
Ήμουν απλά παρούσα κατά μαρτυρία της θεραπείας. Μάρτυρας της θεραπείας.

Σαν να συνοδεύω απλά τον άνθρωπο σε ένα ταξίδι που κάνει ο ίδιος, με αποσκευές τις εμπειρίες του και προορισμό πάντα τον Εαυτό του. Και από τότε κάθε φορά που παίρνω την καρέκλα, κάθομαι ήσυχα σε λίγη απόσταση από το κρεβάτι και λέω «εδώ δίπλα σας θα είμαι, αν οτιδήποτε χρειαστείτε μου λέτε» νιώθω με την ίδια συγκίνηση να ξετυλίγεται ένα άηχο νήμα που ενώνει τις καρδιές των ανθρώπων, σε έναν ιστό αμοιβαίας ανθρώπινης αποδοχής και ευλάβειας, εντός του ιερού πλαισίου της θεραπείας.